οξίμη

οξίμη
η συν. στον πληθ. οι οξίμες
χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων οργανικών ενώσεων που αποτελούν προϊόντα συμπύκνωσης μιας καρβονυλικής ένωσης, δηλαδή μιας αλδεΰδης ή μιας κετόνης ή μιας κινόνης με υδροξυλαμίνη και είναι, γενικά, στερεά σώματα με καθορισμένα σημεία τήξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. oxime < οξ(υ)-* + -ime (< γερμ. imide)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρβόνη — Ακόρεστη τερπενική κετόνη, του τύπου C10H14O. Είναι άχρωμο έως ελαφρώς κίτρινο υγρό, με οσμή κύμινου, ενώ έχει σημείο τήξης 62°C και σημείο βρασμού 228°C. Η L μορφή της κ. είναι ελάχιστα διαδεδομένη στη φύση, αλλά η d μορφή της βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”